- ραμολίρω
- Ν [ραμολί]γίνομαι ραμολί, προσβάλλομαι από γεροντική άνοια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραμολίρω — ίρισα, παθαίνω μαλάκυνση του εγκεφάλου: Εδώ κι ένα χρόνο ο παππούς ραμολίρισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραμολίρισμα — το, Ν [ραμολίρω] το ραμολιμέντο, η γεροντική άνοια … Dictionary of Greek